Translation meaning & definition of the word "veteran" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βετεράνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Veteran
[Βετεράνος]/vɛtərən/
noun
1. A serviceman who has seen considerable active service
- "The veterans laughed at the new recruits"
- synonym:
- veteran ,
- veteran soldier
1. Ένας στρατιώτης που έχει δει σημαντική ενεργό υπηρεσία
- "Οι βετεράνοι γέλασαν με τους νέους στρατολογημένους"
- συνώνυμο:
- βετεράνος ,
- βετεράνος στρατιώτης
2. A person who has served in the armed forces
- synonym:
- veteran ,
- vet ,
- ex-serviceman
2. Είναι ένα άτομο που έχει υπηρετήσει στις ένοπλες δυνάμεις
- συνώνυμο:
- βετεράνος ,
- κτηνίατρος ,
- πρώην συντηρητικός
3. An experienced person who has been through many battles
- Someone who has given long service
- synonym:
- veteran ,
- old-timer ,
- oldtimer ,
- old hand ,
- warhorse ,
- old stager ,
- stager
3. Ένα έμπειρο άτομο που έχει περάσει από πολλές μάχες
- Κάποιος που έχει προσφέρει μεγάλη υπηρεσία
- συνώνυμο:
- βετεράνος ,
- παλαιός-χρονικός ,
- παλαιότερη ,
- παλιό χέρι ,
- πολεμικό άλογο ,
- παλιό στάδιο ,
- σταθμεύω
adjective
1. Rendered competent through trial and experience
- "A seasoned traveler"
- "Veteran steadiness"
- "A veteran officer"
- synonym:
- seasoned ,
- veteran(a)
1. Αποδίδεται μέσω δοκιμής και εμπειρίας
- "Ένας έμπειρος ταξιδιώτης"
- "Βετερική σταθερότητα"
- "Βετεράνος αξιωματικός"
- συνώνυμο:
- καρυκευμένοσ ,
- βετεράν(α)