Translation meaning & definition of the word "vestigial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βελτιωτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vestigial
[Αναβολικόσ]/vəstɪʤiəl/
adjective
1. Not fully developed in mature animals
- "Rudimentary wings"
- synonym:
- vestigial ,
- rudimentary
1. Δεν είναι πλήρως αναπτυγμένο σε ώριμα ζώα
- "Στοιχειώδη φτερά"
- συνώνυμο:
- υποτελήσ ,
- στοιχειώδησ
Examples of using
The coccyx is a vestigial, that shows the common ancestry of mankind and apes.
Ο κοκκύτης είναι ένα απομεινάρι, που δείχνει την κοινή καταγωγή της ανθρωπότητας και των πιθήκων.