Translation meaning & definition of the word "vestibule" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βελονάκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vestibule
[Αερόστατο]/vɛstɪbjul/
noun
1. A large entrance or reception room or area
- synonym:
- anteroom ,
- antechamber ,
- entrance hall ,
- hall ,
- foyer ,
- lobby ,
- vestibule
1. Μεγάλη είσοδο ή αίθουσα υποδοχής ή χώρο
- συνώνυμο:
- προθάλαμος ,
- αίθουσα εισόδου ,
- αίθουσα ,
- φουαγιέ ,
- λόμπι
2. Any of various bodily cavities leading to another cavity (as of the ear or vagina)
- synonym:
- vestibule
2. Οποιαδήποτε από τις διάφορες σωματικές κοιλότητες που οδηγούν σε άλλη κοιλότητα (α του αυτιού ή του κόλπου)
- συνώνυμο:
- προθάλαμος