Translation meaning & definition of the word "vest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επενδύστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vest
[Καταφεύγω]/vɛst/
noun
1. A man's sleeveless garment worn underneath a coat
- synonym:
- vest ,
- waistcoat
1. Το αμάνικο ένδυμα ενός άνδρα φοριέται κάτω από ένα παλτό
- συνώνυμο:
- γιλέκο
2. A collarless men's undergarment for the upper part of the body
- synonym:
- singlet ,
- vest ,
- undershirt
2. Ένα εσώρουχο ανδρών χωρίς κολάρο για το άνω μέρος του σώματος
- συνώνυμο:
- ενιαίο ,
- γιλέκο ,
- υποβολή
verb
1. Provide with power and authority
- "They vested the council with special rights"
- synonym:
- invest ,
- vest ,
- enthrone
1. Παρέχει δύναμη και εξουσία
- "Απέδωσαν στο συμβούλιο ειδικά δικαιώματα"
- συνώνυμο:
- επενδύω ,
- γιλέκο ,
- ενθρονίζω
2. Place (authority, property, or rights) in the control of a person or group of persons
- "She vested her vast fortune in her two sons"
- synonym:
- vest
2. Τοποθετήστε την αρχή, την ιδιοκτησία ή τα δικαιώματα( στον έλεγχο ενός προσώπου ή μιας ομάδας προσώπων
- "Εκδικήθηκε την τεράστια περιουσία της στους δύο γιους της"
- συνώνυμο:
- γιλέκο
3. Become legally vested
- "The property vests in the trustees"
- synonym:
- vest
3. Γίνετε νομικά κατεστημένοι
- "Το ακίνητο γιλέκεται στους διαχειριστές"
- συνώνυμο:
- γιλέκο
4. Clothe oneself in ecclesiastical garments
- synonym:
- vest
4. Ντύστε τον εαυτό σας σε εκκλησιαστικά ενδύματα
- συνώνυμο:
- γιλέκο
5. Clothe formally
- Especially in ecclesiastical robes
- synonym:
- vest ,
- robe
5. Ντύνομαι επίσημα
- Ειδικά στις εκκλησιαστικές ρόμπες
- συνώνυμο:
- γιλέκο ,
- ρόμπα