Translation meaning & definition of the word "versatile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιπηκτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Versatile
[Ευέλικτοσ]/vərsətəl/
adjective
1. Having great diversity or variety
- "His various achievements are impressive"
- "His vast and versatile erudition"
- synonym:
- versatile ,
- various
1. Έχοντας μεγάλη ποικιλία ή ποικιλία
- "Τα διάφορα επιτεύγματά του είναι εντυπωσιακά"
- "Η τεράστια και ευέλικτη διαύγειά του"
- συνώνυμο:
- ευέλικτοσ ,
- διάφορα
2. Changeable or inconstant
- "Versatile moods"
- synonym:
- versatile
2. Μεταβλητός ή ασταθής
- "Ανεπιθύμητες διαθέσεις"
- συνώνυμο:
- ευέλικτοσ
3. Competent in many areas and able to turn with ease from one thing to another
- "A versatile writer"
- synonym:
- versatile
3. Ικανός σε πολλούς τομείς και ικανός να στραφεί με ευκολία από το ένα πράγμα στο άλλο
- "Ευέλικτος συγγραφέας"
- συνώνυμο:
- ευέλικτοσ
4. Able to move freely in all directions
- "An owl's versatile toe can move backward and forward"
- "An insect's versatile antennae can move up and down or laterally"
- "A versatile anther of a flower moves freely in the wind"
- synonym:
- versatile
4. Ικανός να κινηθεί ελεύθερα προς όλες τις κατευθύνσεις
- "Το ευέλικτο δάκτυλο μιας κουκουβάγιας μπορεί να κινηθεί προς τα πίσω και προς τα εμπρός"
- "Οι ευέλικτες κεραίες ενός εντόμου μπορούν να κινηθούν πάνω-κάτω ή πλευρικά"
- "Ένας ευέλικτος ανθήρας ενός λουλουδιού κινείται ελεύθερα στον άνεμο"
- συνώνυμο:
- ευέλικτοσ