Translation meaning & definition of the word "vernal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βραδυνό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vernal
[Βερνάλ]/vərnəl/
adjective
1. Suggestive of youth
- Vigorous and fresh
- "He is young for his age"
- synonym:
- youthful ,
- vernal ,
- young
1. Υποδεικνύοντας τη νεολαία
- Δυνατός και φρέσκος
- "Είναι νέος για την ηλικία του"
- συνώνυμο:
- νεανικός ,
- βερνάλ ,
- νέος
2. Of or characteristic of or occurring in spring
- "The vernal equinox"
- synonym:
- vernal
2. Από ή χαρακτηριστικό ή που συμβαίνει την άνοιξη
- "Η εθνική ισημερία"
- συνώνυμο:
- βερνάλ