Translation meaning & definition of the word "verbally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμφανώς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Verbally
[Πραγματικά]/vərbæli/
adverb
1. As a verb
- "He had a habit of using nouns verbally"
- synonym:
- verbally
1. Ως ρήμα
- "Είχε τη συνήθεια να χρησιμοποιεί ουσιαστικά προφορικά"
- συνώνυμο:
- προφορικά
2. By means of language
- "Verbally expressive"
- synonym:
- verbally
2. Μέσω της γλώσσας
- "Εκφραστικό"
- συνώνυμο:
- προφορικά