Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "verbal" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λεκτική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Verbal

[Λεκτικόσ]
/vərbəl/

adjective

1. Communicated in the form of words

  • "Verbal imagery"
  • "A verbal protest"
    synonym:
  • verbal

1. Επικοινωνούν με τη μορφή λέξεων

  • "Λεκτικές εικόνες"
  • "Λεκτική διαμαρτυρία"
    συνώνυμο:
  • λεκτικόσ

2. Of or relating to or formed from words in general

  • "Verbal ability"
    synonym:
  • verbal

2. Από ή σχετίζονται ή σχηματίζονται από λέξεις γενικά

  • "Λεκτική ικανότητα"
    συνώνυμο:
  • λεκτικόσ

3. Of or relating to or formed from a verb

  • "Verbal adjectives like `running' in `hot and cold running water'"
    synonym:
  • verbal

3. Από ή σχετίζονται ή σχηματίζονται από ένα ρήμα

  • "Λεκτικά επίθετα όπως `τρέχει'' σε ζεστό και κρύο τρεχούμενο νερό'"
    συνώνυμο:
  • λεκτικόσ

4. Relating to or having facility in the use of words

  • "A good poet is a verbal artist"
  • "A merely verbal writer who sacrifices content to sound"
  • "Verbal aptitude"
    synonym:
  • verbal

4. Σχετικά με ή έχοντας εγκατάσταση στη χρήση των λέξεων

  • "Ένας καλός ποιητής είναι λεκτικός καλλιτέχνης"
  • "Ένας λεκτικός συγγραφέας που θυσιάζει το περιεχόμενο στον ήχο"
  • "Λεκτική ικανότητα"
    συνώνυμο:
  • λεκτικόσ

5. Expressed in spoken words

  • "A verbal contract"
    synonym:
  • verbal

5. Εκφρασμένο με προφορικά λόγια

  • "Λεκτική σύμβαση"
    συνώνυμο:
  • λεκτικόσ

6. Prolix

  • "You put me to forget a lady's manners by being so verbal"- shakespeare
    synonym:
  • verbal

6. Προλίκ

  • "Με έβαλες να ξεχάσω τους τρόπους μιας κυρίας με το να είμαι τόσο λεκτική" - σαίξπηρ
    συνώνυμο:
  • λεκτικόσ