Translation meaning & definition of the word "ventilator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αποτρίχωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ventilator
[Εξαεριστήρα]/vɛntəletər/
noun
1. A device (such as a fan) that introduces fresh air or expels foul air
- synonym:
- ventilator
1. Μια συσκευή (όπως ένα φαν) που εισάγει καθαρό αέρα ή αποβάλλει τον φάουλ αέρα
- συνώνυμο:
- αναπνευστήρα
2. A device that facilitates breathing in cases of respiratory failure
- synonym:
- breathing device ,
- breathing apparatus ,
- breathing machine ,
- ventilator
2. Συσκευή που διευκολύνει την αναπνοή σε περιπτώσεις αναπνευστικής ανεπάρκειας
- συνώνυμο:
- συσκευή αναπνοής ,
- αναπνευστική συσκευή ,
- μηχανή αναπνοής ,
- αναπνευστήρα
Examples of using
She repaired a ventilator.
Επισκεύασε έναν αναπνευστήρα.