Translation meaning & definition of the word "ventilation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αερισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ventilation
[Εξαερισμού]/vɛntəleʃən/
noun
1. The act of supplying fresh air and getting rid of foul air
- synonym:
- ventilation ,
- airing
1. Η πράξη της παροχής καθαρού αέρα και να απαλλαγούμε από τον φάουλ αέρα
- συνώνυμο:
- εξαερισμός ,
- αερισμό
2. A mechanical system in a building that provides fresh air
- "She was continually adjusting the ventilation"
- synonym:
- ventilation ,
- ventilation system ,
- ventilating system
2. Ένα μηχανικό σύστημα σε ένα κτίριο που παρέχει καθαρό αέρα
- "Προσαρμόζει συνεχώς τον εξαερισμό"
- συνώνυμο:
- εξαερισμός ,
- σύστημα εξαερισμού
3. Free and open discussion of (or debate on) some question of public interest
- "Such a proposal deserves thorough public discussion"
- synonym:
- public discussion ,
- ventilation
3. Ελεύθερη και ανοιχτή συζήτηση της συζήτησης ( για το θέμα του δημοσίου συμφέροντος
- "Μια τέτοια πρόταση αξίζει ενδελεχή δημόσια συζήτηση"
- συνώνυμο:
- δημόσια συζήτηση ,
- εξαερισμός
4. The bodily process of inhalation and exhalation
- The process of taking in oxygen from inhaled air and releasing carbon dioxide by exhalation
- synonym:
- breathing ,
- external respiration ,
- respiration ,
- ventilation
4. Η σωματική διαδικασία της εισπνοής και της εκπνοής
- Η διαδικασία λήψης οξυγόνου από τον εισπνεόμενο αέρα και απελευθέρωσης διοξειδίου του άνθρακα με εκπνοή
- συνώνυμο:
- αναπνοή ,
- εξωτερική αναπνοή ,
- εξαερισμός