Translation meaning & definition of the word "venter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εφευρέτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Venter
[Βέντερ]/vɛntər/
noun
1. A speaker who expresses or gives vent to a personal opinion or grievance
- synonym:
- venter
1. Ένας ομιλητής που εκφράζει ή δίνει διέξοδο σε μια προσωπική γνώμη ή παράπονο
- συνώνυμο:
- αεραγωγός
2. The region of the body of a vertebrate between the thorax and the pelvis
- synonym:
- abdomen ,
- venter ,
- stomach ,
- belly
2. Η περιοχή του σώματος ενός σπονδυλωτού μεταξύ του θώρακα και της λεκάνης
- συνώνυμο:
- κοιλιά ,
- αεραγωγός ,
- στομάχι
3. The womb
- "`in venter' is legal terminology for `conceived but not yet born'"
- synonym:
- venter
3. Η μήτρα
- "Στον αεραγωγό είναι νομική ορολογία για `σκεπτόμενο αλλά όχι ακόμα γεννημένο'"
- συνώνυμο:
- αεραγωγός
4. A bulging body part (as the belly of a muscle)
- synonym:
- venter
4. Ένα διογκωμένο μέρος του σώματος (είναι η κοιλιά ενός μυϊκού)
- συνώνυμο:
- αεραγωγός