Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "vent" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκδήλωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Vent

[Φεντ]
/vɛnt/

noun

1. A hole for the escape of gas or air

    synonym:
  • vent
  • ,
  • venthole
  • ,
  • vent-hole
  • ,
  • blowhole

1. Μια τρύπα για τη διαφυγή του αερίου ή του αέρα

    συνώνυμο:
  • εξαερισμός
  • ,
  • εξαερισμού
  • ,
  • τρύπα
  • ,
  • φυσητήρασ

2. External opening of urinary or genital system of a lower vertebrate

    synonym:
  • vent

2. Εξωτερικό άνοιγμα ουροποιητικού ή γεννητικού συστήματος χαμηλότερων σπονδυλωτών

    συνώνυμο:
  • εξαερισμός

3. A fissure in the earth's crust (or in the surface of some other planet) through which molten lava and gases erupt

    synonym:
  • vent
  • ,
  • volcano

3. Μια ρωγμή στο φλοιό της γης (ορ στην επιφάνεια κάποιου άλλου πλανήτη) μέσω του οποίου εκρήγνυται λιωμένη λάβα και αέρια

    συνώνυμο:
  • εξαερισμός
  • ,
  • ηφαίστειο

4. A slit in a garment (as in the back seam of a jacket)

    synonym:
  • vent

4. Μια σχισμή σε ένα ένδυμα (ας στην πίσω ραφή ενός σακάκι)

    συνώνυμο:
  • εξαερισμός

5. Activity that frees or expresses creative energy or emotion

  • "She had no other outlet for her feelings"
  • "He gave vent to his anger"
    synonym:
  • release
  • ,
  • outlet
  • ,
  • vent

5. Δραστηριότητα που απελευθερώνει ή εκφράζει δημιουργική ενέργεια ή συναίσθημα

  • "Δεν είχε άλλη διέξοδο για τα συναισθήματά της"
  • "Έδωσε διέξοδο στο θυμό του"
    συνώνυμο:
  • απελευθέρωση
  • ,
  • έξοδος
  • ,
  • εξαερισμός

verb

1. Give expression or utterance to

  • "She vented her anger"
  • "The graduates gave vent to cheers"
    synonym:
  • vent
  • ,
  • ventilate
  • ,
  • give vent

1. Δώστε έκφραση ή ομιλία σε

  • "Αυτή εξαντλούσε το θυμό της"
  • "Οι απόφοιτοι έδωσαν διέξοδο στις επευφημίες"
    συνώνυμο:
  • εξαερισμός
  • ,
  • αερίζω
  • ,
  • δίνω εξαερισμό

2. Expose to cool or cold air so as to cool or freshen

  • "Air the old winter clothes"
  • "Air out the smoke-filled rooms"
    synonym:
  • vent
  • ,
  • ventilate
  • ,
  • air out
  • ,
  • air

2. Εκτίθενται σε κρύο ή δροσερό αέρα για να κρυώσουν ή να φρεσκαριστούν

  • "Τα παλιά χειμωνιάτικα ρούχα"
  • "Βγάλτε τα δωμάτια γεμάτα καπνό"
    συνώνυμο:
  • εξαερισμός
  • ,
  • αερίζω
  • ,
  • αέρας

Examples of using

I need to vent my anger.
Πρέπει να ανατρέψω το θυμό μου.
He is apt to give vent to his feelings.
Είναι ικανός να δώσει διέξοδο στα συναισθήματά του.