Translation meaning & definition of the word "vengeance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκδίκηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vengeance
[Εκδίκηση]/vɛnʤəns/
noun
1. The act of taking revenge (harming someone in retaliation for something harmful that they have done) especially in the next life
- "Vengeance is mine
- I will repay, saith the lord"--romans 12:19
- "For vengeance i would do nothing. this nation is too great to look for mere revenge"--james garfield
- "He swore vengeance on the man who betrayed him"
- "The swiftness of divine retribution"
- synonym:
- vengeance ,
- retribution ,
- payback
1. Η πράξη της εκδίκησης (τραυματίζει κάποιον σε αντίποινα για κάτι επιβλαβές που έχει κάνει) ειδικά στην επόμενη ζωή
- "Η εκδίκηση είναι δική μου
- Θα ξεπληρώσω, λέει ο κύριος"-ρωμαίους 12:19
- "Για εκδίκηση δεν θα έκανα τίποτα. αυτό το έθνος είναι πολύ μεγάλο για να αναζητήσει απλή εκδίκηση" - τζέιμς γκάρφιλντ
- "Ορκίστηκε εκδίκηση στον άνθρωπο που τον πρόδωσε"
- "Η ταχύτητα της θεϊκής ανταπόδοσης"
- συνώνυμο:
- εκδίκηση ,
- ανταπόδοση ,
- αποπληρωμή