Translation meaning & definition of the word "venereal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοηθητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Venereal
[Αφροδίσιος]/vənɪriəl/
adjective
1. Of or relating to the external sex organs
- "Genital herpes"
- "Venereal disease"
- synonym:
- genital ,
- venereal
1. Από ή σχετίζονται με τα εξωτερικά όργανα φύλου
- "Γεννητικός έρπης"
- "Φλεβική ασθένεια"
- συνώνυμο:
- γεννητικά όργανα ,
- αφροδίσια