Translation meaning & definition of the word "vein" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βεν" στην ελληνική γλώσσα
Vein
[Φλέβα]noun
1. A blood vessel that carries blood from the capillaries toward the heart
- "All veins except the pulmonary vein carry unaerated blood"
- synonym:
- vein ,
- vena ,
- venous blood vessel
1. Ένα αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει αίμα από τα τριχοειδή αγγεία προς την καρδιά
- "Όλες οι φλέβες εκτός από την πνευμονική φλέβα φέρουν μη αεριζόμενο αίμα"
- συνώνυμο:
- φλέβα ,
- βένα ,
- φλεβικό αιμοφόρο αγγείο
2. A distinctive style or manner
- "He continued in this vein for several minutes"
- synonym:
- vein
2. Ένα ξεχωριστό στυλ ή τρόπο
- "Συνέχισε σε αυτό το πνεύμα για αρκετά λεπτά"
- συνώνυμο:
- φλέβα
3. Any of the vascular bundles or ribs that form the branching framework of conducting and supporting tissues in a leaf or other plant organ
- synonym:
- vein ,
- nervure
3. Οποιαδήποτε αγγειακή δέσμη ή πλευρά που σχηματίζουν το πλαίσιο διακλάδωσης της διεξαγωγής και υποστήριξης ιστών σε ένα φύλλο ή άλλο όργανο
- συνώνυμο:
- φλέβα ,
- νευρικόσ
4. A layer of ore between layers of rock
- synonym:
- vein ,
- mineral vein
4. Ένα στρώμα μεταλλεύματος μεταξύ των στρωμάτων του βράχου
- συνώνυμο:
- φλέβα ,
- ορυκτή φλέβα
5. One of the horny ribs that stiffen and support the wing of an insect
- synonym:
- vein ,
- nervure
5. Μία από τις καυλωμένες πλευρές που σκληραίνουν και υποστηρίζουν την πτέρυγα ενός εντόμου
- συνώνυμο:
- φλέβα ,
- νευρικόσ
verb
1. Make a veinlike pattern
- synonym:
- vein
1. Κάντε ένα φλεβικό μοτίβο
- συνώνυμο:
- φλέβα