Translation meaning & definition of the word "vehement" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψευδώνυμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vehement
[Σφυρηλάτηση]/viəmənt/
adjective
1. Marked by extreme intensity of emotions or convictions
- Inclined to react violently
- Fervid
- "Fierce loyalty"
- "In a tearing rage"
- "Vehement dislike"
- "Violent passions"
- synonym:
- fierce ,
- tearing ,
- vehement ,
- violent ,
- trigger-happy
1. Χαρακτηρίζεται από ακραία ένταση συναισθημάτων ή πεποιθήσεων
- Τείνει να αντιδράσει βίαια
- Φερβίντ
- "Απόλυτη πίστη"
- "Σε μια αποσυντετριμμένη οργή"
- "Αντιπάθεια του προσώπου"
- "Βίαια πάθη"
- συνώνυμο:
- σκληρός ,
- σχίσιμο ,
- παραπονιέμαι ,
- βίαιος ,
- ευτυχισμένος
2. Characterized by great force or energy
- "Vehement deluges of rain"
- "Vehement clapping"
- "A vehement defense"
- synonym:
- vehement
2. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη δύναμη ή ενέργεια
- "Ψεύτικες κατακλύσεις βροχής"
- "Παλινδρομήσεις παλαιωμένων κρεμάτων"
- "Μια αποτελεσματική άμυνα"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι