Translation meaning & definition of the word "vegetation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βλάστηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vegetation
[Βλάστηση]/vɛʤəteʃən/
noun
1. All the plant life in a particular region or period
- "Pleistocene vegetation"
- "The flora of southern california"
- "The botany of china"
- synonym:
- vegetation ,
- flora ,
- botany
1. Όλη η ζωή των φυτών σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή περίοδο
- "Πλειστοκαινική βλάστηση"
- "Η χλωρίδα της νότιας καλιφόρνιας"
- "Η βοτανική της κίνας"
- συνώνυμο:
- βλάστηση ,
- χλωρίδα ,
- βοτανική
2. The process of growth in plants
- synonym:
- vegetation
2. Η διαδικασία ανάπτυξης των φυτών
- συνώνυμο:
- βλάστηση
3. An abnormal growth or excrescence (especially a warty excrescence on the valves of the heart)
- synonym:
- vegetation
3. Μια ανώμαλη ανάπτυξη ή περιττώματα (ιδιαίτερα μια περιττή αφαίρεση στις βαλβίδες της καρδιάς)
- συνώνυμο:
- βλάστηση
4. Inactivity that is passive and monotonous, comparable to the inactivity of plant life
- "Their holiday was spent in sleep and vegetation"
- synonym:
- vegetation
4. Αδράνεια που είναι παθητική και μονότονη, συγκρίσιμη με την αδράνεια της φυτικής ζωής
- "Οι διακοπές τους πέρασαν στον ύπνο και τη βλάστηση"
- συνώνυμο:
- βλάστηση