Translation meaning & definition of the word "vector" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φορέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vector
[Διανυσματοποιητήσ]/vɛktər/
noun
1. A variable quantity that can be resolved into components
- synonym:
- vector
1. Μια μεταβλητή ποσότητα που μπορεί να επιλυθεί σε συστατικά
- συνώνυμο:
- διανυσματικό
2. A straight line segment whose length is magnitude and whose orientation in space is direction
- synonym:
- vector
2. Ένα τμήμα ευθείας γραμμής του οποίου το μήκος είναι μέγεθος και του οποίου ο προσανατολισμός στο διάστημα είναι κατεύθυνση
- συνώνυμο:
- διανυσματικό
3. Any agent (person or animal or microorganism) that carries and transmits a disease
- "Mosquitos are vectors of malaria and yellow fever"
- "Fleas are vectors of the plague"
- "Aphids are transmitters of plant diseases"
- "When medical scientists talk about vectors they are usually talking about insects"
- synonym:
- vector ,
- transmitter
3. Κάθε παράγοντας (άτομο ή ζώο ή μικροοργανισμός) που μεταφέρει και μεταδίδει μια ασθένεια
- "Τα κουνούπια είναι διανύσματα ελονοσίας και κίτρινου πυρετού"
- "Οι φλέες είναι φορείς της πανούκλας"
- "Τα αφίδια είναι πομποί φυτικών ασθενειών"
- "Όταν οι ιατρικοί επιστήμονες μιλούν για διανύσματα, συνήθως μιλούν για έντομα"
- συνώνυμο:
- διανυσματικό ,
- πομπόσ
4. (genetics) a virus or other agent that is used to deliver dna to a cell
- synonym:
- vector
4. (γενετική) ένας ιός ή άλλος παράγοντας που χρησιμοποιείται για την παράδοση του δνα σε ένα κύτταρο
- συνώνυμο:
- διανυσματικό