Translation meaning & definition of the word "veal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βλέπουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Veal
[Ζωηρός]/vil/
noun
1. Meat from a calf
- synonym:
- veal ,
- veau
1. Κρέας από μοσχάρι
- συνώνυμο:
- μοσχάρι ,
- βάου