Translation meaning & definition of the word "vassal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασάλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vassal
[Βασάλ]/væsəl/
noun
1. A person holding a fief
- A person who owes allegiance and service to a feudal lord
- synonym:
- vassal ,
- liege ,
- liegeman ,
- liege subject ,
- feudatory
1. Ένα άτομο που κρατά ένα φέουδο
- Ένα πρόσωπο που οφείλει υποταγή και υπηρεσία σε έναν φεουδάρχη
- συνώνυμο:
- υποτελήσ ,
- λίβετζ ,
- λιβερσαλλιεργητήσ ,
- αντικείμενο του ψεύδους ,
- επιδεικτικόσ