Translation meaning & definition of the word "vasectomy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αβασεκτομή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vasectomy
[Βαζεκτομή]/væzɛktəmi/
noun
1. Surgical procedure that removes all or part of the vas deferens (usually as a means of sterilization)
- Is sometimes reversible
- synonym:
- vasectomy
1. Χειρουργική διαδικασία που αφαιρεί όλο ή μέρος του αγγείου αποφεύγει (συνήθως ως μέσο αποστείρωσης)
- Μερικές φορές είναι αναστρέψιμη
- συνώνυμο:
- βαζεκτομή