Translation meaning & definition of the word "vase" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vase
[Βάζο]/ves/
noun
1. An open jar of glass or porcelain used as an ornament or to hold flowers
- synonym:
- vase
1. Ένα ανοιχτό βάζο από γυαλί ή πορσελάνη που χρησιμοποιείται ως στολίδι ή για να κρατήσει τα λουλούδια
- συνώνυμο:
- βάζο
Examples of using
I bought a glass vase.
Αγόρασα ένα γυάλινο βάζο.
I bought a glass vase.
Αγόρασα ένα γυάλινο βάζο.
The vase is on the table.
Το βάζο είναι στο τραπέζι.