Translation meaning & definition of the word "variously" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διάφορα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Variously
[Διάφορα]/vɛriəsli/
adverb
1. In diverse ways
- "The alternatives that are variously represented by the participants"
- "The speakers treated the subject most diversely"
- synonym:
- variously ,
- diversely ,
- multifariously
1. Με διαφορετικούς τρόπους
- "Οι εναλλακτικές λύσεις που εκπροσωπούνται ποικίλα από τους συμμετέχοντες"
- "Οι ομιλητές αντιμετώπισαν το θέμα πολύ διαφορετικά"
- συνώνυμο:
- ποικίλα ,
- ποικιλόμορφα ,
- πολυσχιδώσ