Translation meaning & definition of the word "varied" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απαλλαγμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Varied
[Ποικιλία]/vɛrid/
adjective
1. Characterized by variety
- "Immigrants' varied ethnic and religious traditions"
- "His work is interesting and varied"
- synonym:
- varied
1. Χαρακτηρίζεται από ποικιλία
- "Ποικίλες εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις των μεταναστών"
- "Η δουλειά του είναι ενδιαφέρουσα και ποικίλη"
- συνώνυμο:
- ποικίλλων
2. Widely different
- "Varied motives prompt people to join a political party"
- "Varied ethnic traditions of the immigrants"
- synonym:
- varied ,
- wide-ranging
2. Ευρέως διαφορετικός
- "Τα μεγάλα κίνητρα ωθούν τους ανθρώπους να ενταχθούν σε ένα πολιτικό κόμμα"
- "Πολλές εθνικές παραδόσεις των μεταναστών"
- συνώνυμο:
- ποικίλλων ,
- ευρεία
3. Broken away from sameness or identity or duplication
- "Her quickly varied answers indicated uncertainty"
- synonym:
- varied
3. Αποσπασμένος μακρυά από την ομοιότητα ή την ταυτότητα ή την επικάλυψη
- "Οι γρήγορα ποικίλες απαντήσεις της έδειξαν αβεβαιότητα"
- συνώνυμο:
- ποικίλλων
Examples of using
The treatment of the female sex has varied considerably in different ages and countries.
Η θεραπεία του γυναικείου φύλου έχει ποικίλει σημαντικά σε διαφορετικές ηλικίες και χώρες.