Translation meaning & definition of the word "variation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποικιλία" στην ελληνική γλώσσα
Variation
[Μεταβολή]noun
1. An instance of change
- The rate or magnitude of change
- synonym:
- variation ,
- fluctuation
1. Ένα παράδειγμα αλλαγής
- Το ποσοστό ή το μέγεθος της αλλαγής
- συνώνυμο:
- ποικιλία ,
- διακύμανση
2. An activity that varies from a norm or standard
- "Any variation in his routine was immediately reported"
- synonym:
- variation ,
- variance
2. Μια δραστηριότητα που ποικίλλει από έναν κανόνα ή ένα πρότυπο
- "Οποιαδήποτε παραλλαγή στη ρουτίνα του αναφέρθηκε αμέσως"
- συνώνυμο:
- ποικιλία ,
- διακύμανση
3. A repetition of a musical theme in which it is modified or embellished
- synonym:
- variation
3. Μια επανάληψη ενός μουσικού θέματος στο οποίο τροποποιείται ή διακοσμείται
- συνώνυμο:
- ποικιλία
4. Something a little different from others of the same type
- "An experimental version of the night fighter"
- "A variant of the same word"
- "An emery wheel is the modern variation of a grindstone"
- "The boy is a younger edition of his father"
- synonym:
- version ,
- variant ,
- variation ,
- edition
4. Κάτι λίγο διαφορετικό από άλλα του ίδιου τύπου
- "Μια πειραματική έκδοση του νυχτερινού μαχητή"
- "Μια παραλλαγή της ίδιας λέξης"
- "Ένας τροχός είναι η σύγχρονη παραλλαγή ενός λίθου"
- "Το αγόρι είναι μια νεότερη έκδοση του πατέρα του"
- συνώνυμο:
- έκδοση ,
- παραλλαγή ,
- ποικιλία
5. An artifact that deviates from a norm or standard
- "He patented a variation on the sandal"
- synonym:
- variation
5. Ένα τεχνούργημα που αποκλίνει από έναν κανόνα ή ένα πρότυπο
- "Κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μια παραλλαγή στο σανδάλι"
- συνώνυμο:
- ποικιλία
6. The angle (at a particular location) between magnetic north and true north
- synonym:
- magnetic declination ,
- magnetic variation ,
- variation
6. Η γωνία ( σε μια συγκεκριμένη θέση) μεταξύ μαγνητικού βορρά και αληθινού βορρά
- συνώνυμο:
- μαγνητική απόκλιση ,
- μαγνητική παραλλαγή ,
- ποικιλία
7. The process of varying or being varied
- synonym:
- variation
7. Η διαδικασία της ποικίλης ή της ποικιλίας
- συνώνυμο:
- ποικιλία
8. (astronomy) any perturbation of the mean motion or orbit of a planet or satellite (especially a perturbation of the earth's moon)
- synonym:
- variation
8. (αστρονομία) οποιαδήποτε διαταραχή της μέσης κίνησης ή τροχιάς ενός πλανήτη ή δορυφόρου (ειδικά μια διαταραχή του γήινου φεγγαριού)
- συνώνυμο:
- ποικιλία
9. (biology) an organism that has characteristics resulting from chromosomal alteration
- synonym:
- mutant ,
- mutation ,
- variation ,
- sport
9. (βιολογία) οργανισμός που έχει χαρακτηριστικά που προκύπτουν από χρωμοσωμική αλλοίωση
- συνώνυμο:
- μεταλλαγμένος ,
- μετάλλαξη ,
- ποικιλία ,
- αθλητισμός
10. (ballet) a solo dance or dance figure
- synonym:
- pas seul ,
- variation
10. (μπαλέτ) σόλο χορός ή χορευτική φιγούρα
- συνώνυμο:
- πας σέλου ,
- ποικιλία
11. The act of changing or altering something slightly but noticeably from the norm or standard
- "Who is responsible for these variations in taxation?"
- synonym:
- variation
11. Η πράξη της αλλαγής ή της αλλαγής κάτι ελαφρώς αλλά αισθητά από τον κανόνα ή το πρότυπο
- "Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτές τις διακυμάνσεις στη φορολογία?"
- συνώνυμο:
- ποικιλία