Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "variation" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποικιλία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Variation

[Μεταβολή]
/vɛrieʃən/

noun

1. An instance of change

  • The rate or magnitude of change
    synonym:
  • variation
  • ,
  • fluctuation

1. Ένα παράδειγμα αλλαγής

  • Το ποσοστό ή το μέγεθος της αλλαγής
    συνώνυμο:
  • ποικιλία
  • ,
  • διακύμανση

2. An activity that varies from a norm or standard

  • "Any variation in his routine was immediately reported"
    synonym:
  • variation
  • ,
  • variance

2. Μια δραστηριότητα που ποικίλλει από έναν κανόνα ή ένα πρότυπο

  • "Οποιαδήποτε παραλλαγή στη ρουτίνα του αναφέρθηκε αμέσως"
    συνώνυμο:
  • ποικιλία
  • ,
  • διακύμανση

3. A repetition of a musical theme in which it is modified or embellished

    synonym:
  • variation

3. Μια επανάληψη ενός μουσικού θέματος στο οποίο τροποποιείται ή διακοσμείται

    συνώνυμο:
  • ποικιλία

4. Something a little different from others of the same type

  • "An experimental version of the night fighter"
  • "A variant of the same word"
  • "An emery wheel is the modern variation of a grindstone"
  • "The boy is a younger edition of his father"
    synonym:
  • version
  • ,
  • variant
  • ,
  • variation
  • ,
  • edition

4. Κάτι λίγο διαφορετικό από άλλα του ίδιου τύπου

  • "Μια πειραματική έκδοση του νυχτερινού μαχητή"
  • "Μια παραλλαγή της ίδιας λέξης"
  • "Ένας τροχός είναι η σύγχρονη παραλλαγή ενός λίθου"
  • "Το αγόρι είναι μια νεότερη έκδοση του πατέρα του"
    συνώνυμο:
  • έκδοση
  • ,
  • παραλλαγή
  • ,
  • ποικιλία

5. An artifact that deviates from a norm or standard

  • "He patented a variation on the sandal"
    synonym:
  • variation

5. Ένα τεχνούργημα που αποκλίνει από έναν κανόνα ή ένα πρότυπο

  • "Κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μια παραλλαγή στο σανδάλι"
    συνώνυμο:
  • ποικιλία

6. The angle (at a particular location) between magnetic north and true north

    synonym:
  • magnetic declination
  • ,
  • magnetic variation
  • ,
  • variation

6. Η γωνία ( σε μια συγκεκριμένη θέση) μεταξύ μαγνητικού βορρά και αληθινού βορρά

    συνώνυμο:
  • μαγνητική απόκλιση
  • ,
  • μαγνητική παραλλαγή
  • ,
  • ποικιλία

7. The process of varying or being varied

    synonym:
  • variation

7. Η διαδικασία της ποικίλης ή της ποικιλίας

    συνώνυμο:
  • ποικιλία

8. (astronomy) any perturbation of the mean motion or orbit of a planet or satellite (especially a perturbation of the earth's moon)

    synonym:
  • variation

8. (αστρονομία) οποιαδήποτε διαταραχή της μέσης κίνησης ή τροχιάς ενός πλανήτη ή δορυφόρου (ειδικά μια διαταραχή του γήινου φεγγαριού)

    συνώνυμο:
  • ποικιλία

9. (biology) an organism that has characteristics resulting from chromosomal alteration

    synonym:
  • mutant
  • ,
  • mutation
  • ,
  • variation
  • ,
  • sport

9. (βιολογία) οργανισμός που έχει χαρακτηριστικά που προκύπτουν από χρωμοσωμική αλλοίωση

    συνώνυμο:
  • μεταλλαγμένος
  • ,
  • μετάλλαξη
  • ,
  • ποικιλία
  • ,
  • αθλητισμός

10. (ballet) a solo dance or dance figure

    synonym:
  • pas seul
  • ,
  • variation

10. (μπαλέτ) σόλο χορός ή χορευτική φιγούρα

    συνώνυμο:
  • πας σέλου
  • ,
  • ποικιλία

11. The act of changing or altering something slightly but noticeably from the norm or standard

  • "Who is responsible for these variations in taxation?"
    synonym:
  • variation

11. Η πράξη της αλλαγής ή της αλλαγής κάτι ελαφρώς αλλά αισθητά από τον κανόνα ή το πρότυπο

  • "Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτές τις διακυμάνσεις στη φορολογία?"
    συνώνυμο:
  • ποικιλία