Translation meaning & definition of the word "variable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταβλητή" στην ελληνική γλώσσα
Variable
[Μεταβλητός]noun
1. Something that is likely to vary
- Something that is subject to variation
- "The weather is one variable to be considered"
- synonym:
- variable
1. Κάτι που είναι πιθανό να ποικίλει
- Κάτι που υπόκειται σε παραλλαγές
- "Ο καιρός είναι μια μεταβλητή που πρέπει να ληφθεί υπόψη"
- συνώνυμο:
- μεταβλητός
2. A quantity that can assume any of a set of values
- synonym:
- variable ,
- variable quantity
2. Μια ποσότητα που μπορεί να υποθέσει οποιοδήποτε από ένα σύνολο τιμών
- συνώνυμο:
- μεταβλητός ,
- μεταβλητή ποσότητα
3. A star that varies noticeably in brightness
- synonym:
- variable star ,
- variable
3. Ένα αστέρι που ποικίλλει αισθητά στη φωτεινότητα
- συνώνυμο:
- μεταβλητό αστέρι ,
- μεταβλητός
4. A symbol (like x or y) that is used in mathematical or logical expressions to represent a variable quantity
- synonym:
- variable
4. Ένα σύμβολο ( όπως το χ ή το υ) που χρησιμοποιείται σε μαθηματικές ή λογικές εκφράσεις για να αντιπροσωπεύει μια μεταβλητή ποσότητα
- συνώνυμο:
- μεταβλητός
adjective
1. Liable to or capable of change
- "Rainfall in the tropics is notoriously variable"
- "Variable winds"
- "Variable expenses"
- synonym:
- variable
1. Υπόλογη ή ικανή να αλλάξει
- "Η πτώση στις τροπικές περιοχές είναι διαβόητα μεταβλητή"
- "Μεταβλητοί άνεμοι"
- "Μεταβλητά έξοδα"
- συνώνυμο:
- μεταβλητός
2. Marked by diversity or difference
- "The varying angles of roof slope"
- "Nature is infinitely variable"
- synonym:
- varying ,
- variable
2. Χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία ή διαφορά
- "Οι ποικίλες γωνίες της κλίσης της οροφής"
- "Η φύση είναι απείρως μεταβλητή"
- συνώνυμο:
- ποικίλλων ,
- μεταβλητός
3. (used of a device) designed so that a property (as e.g. light) can be varied
- "A variable capacitor"
- "Variable filters in front of the mercury xenon lights"
- synonym:
- variable
3. (χρησιμοποιείται από μια συσκευή) σχεδιασμένο έτσι ώστε μια ιδιότητα (ας π.χ. φως) μπορεί να ποικίλει
- "Μεταβλητός πυκνωτής"
- "Μεταβλητά φίλτρα μπροστά από τα φώτα του υδραργύρου"
- συνώνυμο:
- μεταβλητός