Translation meaning & definition of the word "vara" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vara
[Βάρα]/vɑrə/
noun
1. A spanish unit of length (about a yard) having different values in different localities
- synonym:
- vara
1. Μια ισπανική μονάδα μήκους (περίπου μια αυλή) που έχει διαφορετικές τιμές σε διαφορετικές τοποθεσίες
- συνώνυμο:
- βάρα