Translation meaning & definition of the word "vanishing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαφάνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vanishing
[Εξαφανίζονται]/vænɪʃɪŋ/
noun
1. A sudden or mysterious disappearance
- synonym:
- vanishing
1. Μια ξαφνική ή μυστηριώδης εξαφάνιση
- συνώνυμο:
- εξαφανίζονται
2. A sudden disappearance from sight
- synonym:
- vanishing
2. Μια ξαφνική εξαφάνιση από την όραση
- συνώνυμο:
- εξαφανίζονται