Translation meaning & definition of the word "vanish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελληνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vanish
[Εξαφανίζω]/vænɪʃ/
verb
1. Get lost, as without warning or explanation
- "He disappeared without a trace"
- synonym:
- disappear ,
- vanish ,
- go away
1. Χαθείτε, όπως χωρίς προειδοποίηση ή εξήγηση
- "Εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος"
- συνώνυμο:
- εξαφανίζω ,
- φεύγω
2. Become invisible or unnoticeable
- "The effect vanished when day broke"
- synonym:
- vanish ,
- disappear ,
- go away
2. Γίνετε αόρατοι ή ανεπαίσθητοι
- "Το αποτέλεσμα εξαφανίστηκε όταν έσπασε η μέρα"
- συνώνυμο:
- εξαφανίζω ,
- φεύγω
3. Pass away rapidly
- "Time flies like an arrow"
- "Time fleeing beneath him"
- synonym:
- fly ,
- fell ,
- vanish
3. Περάστε γρήγορα
- "Ο χρόνος πετάει σαν βέλος"
- "Ώρα φεύγει από κάτω του"
- συνώνυμο:
- πετώ ,
- έπεσε ,
- εξαφανίζω
4. Cease to exist
- "An entire civilization vanished"
- synonym:
- vanish ,
- disappear
4. Πάψε να υπάρχεις
- "Ένας ολόκληρος πολιτισμός εξαφανίστηκε"
- συνώνυμο:
- εξαφανίζω
5. Decrease rapidly and disappear
- "The money vanished in las vegas"
- "All my stock assets have vaporized"
- synonym:
- vanish ,
- fly ,
- vaporize
5. Μειώνεται γρήγορα και εξαφανίζεται
- "Τα χρήματα εξαφανίστηκαν στο λας βέγκας"
- "Όλα τα περιουσιακά στοιχεία των μετοχών μου έχουν εξατμιστεί"
- συνώνυμο:
- εξαφανίζω ,
- πετώ ,
- εξατμίζω
Examples of using
It's a unique device able to make stress and melancholy vanish.
Είναι μια μοναδική συσκευή ικανή να κάνει το άγχος και τη μελαγχολία να εξαφανιστούν.