Translation meaning & definition of the word "vanilla" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βανίλια" στην ελληνική γλώσσα
Vanilla
[Βανίλια]noun
1. Any of numerous climbing plants of the genus vanilla having fleshy leaves and clusters of large waxy highly fragrant white or green or topaz flowers
- synonym:
- vanilla
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα φυτά αναρρίχησης του γένους βανίλια έχει σαρκώδη φύλλα και συστάδες με μεγάλα κηρώδη λευκά ή πράσινα
- συνώνυμο:
- βανίλια
2. A flavoring prepared from vanilla beans macerated in alcohol (or imitating vanilla beans)
- synonym:
- vanilla ,
- vanilla extract
2. Μια αρωματική ουσία που παρασκευάζεται από φασόλια βανίλιας εμποτισμένα με αλκοόλη (που μιμείται φασόλια βανίλιας)
- συνώνυμο:
- βανίλια ,
- εκχύλισμα βανίλιας
3. A distinctive fragrant flavor characteristic of vanilla beans
- synonym:
- vanilla
3. Μια χαρακτηριστική αρωματική γεύση χαρακτηριστική των φασολιών βανίλιας
- συνώνυμο:
- βανίλια
adjective
1. Flavored with vanilla extract
- "He liked vanilla ice cream"
- synonym:
- vanilla
1. Αρωματισμένο με εκχύλισμα βανίλιας
- "Του άρεσε το παγωτό βανίλια"
- συνώνυμο:
- βανίλια
2. Plain and without any extras or adornments
- "The most common type of bond is the straight or plain vanilla bond"
- "The basic car is known as the vanilla version"
- synonym:
- vanilla
2. Απλό και χωρίς έξτρα ή στολίδια
- "Ο πιο κοινός τύπος δεσμού είναι ο ευθύς ή απλός δεσμός βανίλιας"
- "Το βασικό αυτοκίνητο είναι γνωστό ως έκδοση βανίλιας"
- συνώνυμο:
- βανίλια