Translation meaning & definition of the word "valve" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαλβίδα" στην ελληνική γλώσσα
Valve
[Βαλβίδα]noun
1. A structure in a hollow organ (like the heart) with a flap to insure one-way flow of fluid through it
- synonym:
- valve
1. Μια δομή σε ένα κοίλο όργανο ( όπως η καρδιά) με ένα πτερύγιο για να ασφαλίσει μονόδρομη ροή του υγρού μέσω αυτού
- συνώνυμο:
- βαλβίδα
2. Device in a brass wind instrument for varying the length of the air column to alter the pitch of a tone
- synonym:
- valve
2. Συσκευή σε όργανο ανέμου ορείχαλκου για την ποικιλία του μήκους της στήλης αέρα για να αλλάξει το βήμα ενός τόνου
- συνώνυμο:
- βαλβίδα
3. Control consisting of a mechanical device for controlling the flow of a fluid
- synonym:
- valve
3. Έλεγχος που αποτελείται από μια μηχανική συσκευή για τον έλεγχο της ροής ενός υγρού
- συνώνυμο:
- βαλβίδα
4. The entire one-piece shell of a snail and certain other molluscs
- synonym:
- valve
4. Ολόκληρο το κέλυφος ενός κομματιού ενός σαλιγκαριού και ορισμένων άλλων μαλακίων
- συνώνυμο:
- βαλβίδα
5. One of the paired hinged shells of certain molluscs and of brachiopods
- synonym:
- valve
5. Ένα από τα ζευγαρωμένα κελύφη ορισμένων μαλακίων και βραχιόποδων
- συνώνυμο:
- βαλβίδα