Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "value" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Value

[Αξία]
/vælju/

noun

1. A numerical quantity measured or assigned or computed

  • "The value assigned was 16 milliseconds"
    synonym:
  • value

1. Μια αριθμητική ποσότητα που μετράται ή ανατίθεται ή υπολογίζεται

  • "Η τιμή που ανατέθηκε ήταν 16 χιλιοστά του δευτερολέπτου"
    συνώνυμο:
  • τιμή

2. The quality (positive or negative) that renders something desirable or valuable

  • "The shakespearean shylock is of dubious value in the modern world"
    synonym:
  • value

2. Η ποιότητα (θετική ή αρνητική) που καθιστά κάτι επιθυμητό ή πολύτιμο

  • "Ο σαίξπηρ σάιλοκ έχει αμφίβολη αξία στον σύγχρονο κόσμο"
    συνώνυμο:
  • τιμή

3. The amount (of money or goods or services) that is considered to be a fair equivalent for something else

  • "He tried to estimate the value of the produce at normal prices"
    synonym:
  • value
  • ,
  • economic value

3. Το ποσό ( των χρημάτων ή των αγαθών ή των υπηρεσιών) που θεωρείται δίκαιο ισοδύναμο για κάτι άλλο

  • "Προσπάθησε να εκτιμήσει την αξία του προϊόντος σε κανονικές τιμές"
    συνώνυμο:
  • τιμή
  • ,
  • οικονομική αξία

4. Relative darkness or lightness of a color

  • "I establish the colors and principal values by organizing the painting into three values--dark, medium...and light"-joe hing lowe
    synonym:
  • value

4. Σχετικό σκοτάδι ή ελαφρότητα ενός χρώματος

  • "Καθιερώνω τα χρώματα και τις κύριες αξίες οργανώνοντας τον πίνακα σε τρεις αξίες-σκοτεινό, μεσαίο και ελαφρύ"-τζόε χινγκ λόου.
    συνώνυμο:
  • τιμή

5. (music) the relative duration of a musical note

    synonym:
  • value
  • ,
  • time value
  • ,
  • note value

5. (μουσική) η σχετική διάρκεια μιας μουσικής νότας

    συνώνυμο:
  • τιμή
  • ,
  • χρονική αξία
  • ,
  • τιμή σημείωσης

6. An ideal accepted by some individual or group

  • "He has old-fashioned values"
    synonym:
  • value

6. Ένα ιδανικό αποδεκτό από κάποιο άτομο ή ομάδα

  • "Έχει παλιομοδίτικες αξίες"
    συνώνυμο:
  • τιμή

verb

1. Fix or determine the value of

  • Assign a value to
  • "Value the jewelry and art work in the estate"
    synonym:
  • value

1. Διορθώστε ή καθορίστε την τιμή του

  • Αντιστοιχίστε μια τιμή σε
  • "Αξιολογήστε το κόσμημα και την τέχνη εργασία στο κτήμα"
    συνώνυμο:
  • τιμή

2. Hold dear

  • "I prize these old photographs"
    synonym:
  • prize
  • ,
  • value
  • ,
  • treasure
  • ,
  • appreciate

2. Κρατώ αγαπητό

  • "Επιβραβεύω αυτές τις παλιές φωτογραφίες"
    συνώνυμο:
  • βραβείο
  • ,
  • τιμή
  • ,
  • θησαυρός
  • ,
  • εκτιμώ

3. Regard highly

  • Think much of
  • "I respect his judgement"
  • "We prize his creativity"
    synonym:
  • respect
  • ,
  • esteem
  • ,
  • value
  • ,
  • prize
  • ,
  • prise

3. Εκτιμώ πολύ

  • Σκεφτείτε πολλά
  • "Σέβομαι την κρίση του"
  • "Επωμίζουμε τη δημιουργικότητά του"
    συνώνυμο:
  • σεβασμός
  • ,
  • εκτίμηση
  • ,
  • τιμή
  • ,
  • βραβείο
  • ,
  • ευλογημένοσ

4. Evaluate or estimate the nature, quality, ability, extent, or significance of

  • "I will have the family jewels appraised by a professional"
  • "Access all the factors when taking a risk"
    synonym:
  • measure
  • ,
  • evaluate
  • ,
  • valuate
  • ,
  • assess
  • ,
  • appraise
  • ,
  • value

4. Αξιολογήστε ή εκτιμήστε τη φύση, την ποιότητα, την ικανότητα, την έκταση ή τη σημασία του

  • "Θα έχω τα οικογενειακά κοσμήματα που εκτιμώνται από έναν επαγγελματία"
  • "Πρόσβαση σε όλους τους παράγοντες κατά τη λήψη κινδύνου"
    συνώνυμο:
  • μέτρο
  • ,
  • αξιολογώ
  • ,
  • βαλίνου
  • ,
  • τιμή

5. Estimate the value of

  • "How would you rate his chances to become president?"
  • "Gold was rated highly among the romans"
    synonym:
  • rate
  • ,
  • value

5. Εκτίμηση της αξίας του

  • "Πώς θα αξιολογούσατε τις πιθανότητές του να γίνει πρόεδρος?"
  • "Το χρυσό βαθμολογήθηκε ιδιαίτερα μεταξύ των ρωμαίων"
    συνώνυμο:
  • ποσοστό
  • ,
  • τιμή

Examples of using

Don't take what Tom says at face value.
Μην παίρνετε αυτό που λέει ο Τομ στην ονομαστική αξία.
They've put the value of the estate at three hundred thousand dollars.
Έχουν βάλει την αξία του κτήματος σε τριακόσιες χιλιάδες δολάρια.
He's so credulous. He takes everything you say at face value.
Είναι τόσο πιστός. Παίρνει ό, τι λέτε στην ονομαστική αξία.