Translation meaning & definition of the word "valuation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αξιολόγηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Valuation
[Αποτίμηση]/væljueʃən/
noun
1. An appraisal of the value of something
- "He set a high valuation on friendship"
- synonym:
- evaluation ,
- valuation ,
- rating
1. Εκτίμηση της αξίας του κάτι
- "Έχει θέσει υψηλή αποτίμηση στη φιλία"
- συνώνυμο:
- αξιολόγηση ,
- αποτίμηση ,
- βαθμολογία
2. Assessed price
- "The valuation of this property is much too high"
- synonym:
- valuation
2. Αξιολογηθείσα τιμή
- "Η αποτίμηση αυτού του ακινήτου είναι πολύ υψηλή"
- συνώνυμο:
- αποτίμηση