Translation meaning & definition of the word "valuable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολύτιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Valuable
[Πολύτιμο]/væljəbəl/
noun
1. Something of value
- "All our valuables were stolen"
- synonym:
- valuable
1. Κάτι αξίας
- "Κλάπηκαν όλα τα τιμαλφή μας"
- συνώνυμο:
- πολύτιμος
adjective
1. Having great material or monetary value especially for use or exchange
- "A valuable diamond"
- synonym:
- valuable
1. Έχοντας μεγάλη υλική ή χρηματική αξία ειδικά για τη χρήση ή την ανταλλαγή
- "Ένα πολύτιμο διαμάντι"
- συνώνυμο:
- πολύτιμος
2. Having worth or merit or value
- "A valuable friend"
- "A good and worthful man"
- synonym:
- valuable ,
- worthful
2. Έχοντας αξία ή αξία ή αξία
- "Ένας πολύτιμος φίλος"
- "Ένας καλός και άξιος άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- πολύτιμος ,
- αξιόλογο
Examples of using
In many ways time is more valuable than money.
Με πολλούς τρόπους ο χρόνος είναι πιο πολύτιμος από τα χρήματα.
The miner discovered a valuable pocket of gold.
Ο ανθρακωρύχος ανακάλυψε μια πολύτιμη τσέπη χρυσού.
Every language is the same precious and valuable to its speakers.
Κάθε γλώσσα είναι η ίδια πολύτιμη και πολύτιμη για τους ομιλητές της.