Translation meaning & definition of the word "valley" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "κοιλάδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Valley
[Κοιλάδα]/væli/
noun
1. A long depression in the surface of the land that usually contains a river
- synonym:
- valley ,
- vale
1. Μια μακρά κοιλότητα στην επιφάνεια της γης που συνήθως περιέχει ένα ποτάμι
- συνώνυμο:
- κοιλάδα ,
- vale
Examples of using
He also thought about the birches in the depths of the valley where, according to him, at a depth of several meters beneath the surface some moisture was hidden.
Σκέφτηκε επίσης τις σημύδες στα βάθη της κοιλάδας όπου, σύμφωνα με τον ίδιο, σε βάθος αρκετών μέτρων κάτω από την επιφάνεια ήταν κρυμμένη κάποια υγρασία.
We took a walk in a beautiful green valley.
Κάναμε μια βόλτα σε μια όμορφη καταπράσινη κοιλάδα.
This region is located in a valley.
Αυτή η περιοχή βρίσκεται σε μια κοιλάδα.