Translation meaning & definition of the word "validity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βαρύτητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Validity
[Ισχύς]/vəlɪdəti/
noun
1. The quality of being valid and rigorous
- synonym:
- cogency ,
- validity ,
- rigor ,
- rigour
1. Η ποιότητα του να είναι έγκυρη και αυστηρή
- συνώνυμο:
- συμπαράσταση ,
- ισχύς ,
- αυστηρότητα
2. The quality of having legal force or effectiveness
- synonym:
- validity ,
- validness
2. Η ποιότητα της νομικής δύναμης ή αποτελεσματικότητας
- συνώνυμο:
- ισχύς ,
- επιβεβαιότητα
3. The property of being strong and healthy in constitution
- synonym:
- robustness ,
- hardiness ,
- lustiness ,
- validity
3. Η ιδιότητα του να είσαι δυνατός και υγιής στο σύνταγμα
- συνώνυμο:
- ευρωστία ,
- σκληρότητα ,
- λαγνεία ,
- ισχύς