Translation meaning & definition of the word "validate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επικυρώστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Validate
[Επικυρώνω]/vælədet/
verb
1. Declare or make legally valid
- synonym:
- validate ,
- formalize ,
- formalise
1. Δηλώστε ή καταστήστε νομικά έγκυρη
- συνώνυμο:
- επικυρώνω ,
- επισημοποιώ
2. Prove valid
- Show or confirm the validity of something
- synonym:
- validate
2. Αποδεικνύω
- Εμφάνιση ή επιβεβαίωση της εγκυρότητας κάποιου πράγματος
- συνώνυμο:
- επικυρώνω
3. Give evidence for
- synonym:
- validate ,
- corroborate
3. Αποδεικνύω
- συνώνυμο:
- επικυρώνω ,
- επιβεβαιώνω
4. Make valid or confirm the validity of
- "Validate a ticket"
- synonym:
- validate
4. Να επιβεβαιώσει ή να επιβεβαιώσει την εγκυρότητα του
- "Επικυρώστε ένα εισιτήριο"
- συνώνυμο:
- επικυρώνω
Examples of using
Can you validate this parking ticket?
Μπορείτε να επικυρώσετε αυτό το εισιτήριο στάθμευσης?