Translation meaning & definition of the word "valet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαλέτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Valet
[Βαλέτα]/væle/
noun
1. A manservant who acts as a personal attendant to his employer
- "Jeeves was bertie wooster's man"
- synonym:
- valet ,
- valet de chambre ,
- gentleman ,
- gentleman's gentleman ,
- man
1. Ένας υπηρέτης που ενεργεί ως προσωπικός συνοδός στον εργοδότη του
- "Ο τζιβς ήταν ο άνθρωπος της μπέρτι γουόστερ"
- συνώνυμο:
- βαλέτα ,
- βαλέτ ντε Ταμπρέ ,
- κύριος ,
- ο κύριος του Κυρίου ,
- άνθρωπος
verb
1. Serve as a personal attendant to
- synonym:
- valet
1. Να εξυπηρετήσει ως προσωπικός συνοδός σε
- συνώνυμο:
- βαλέτα