Translation meaning & definition of the word "vale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αληθινή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vale
[Βάλε]/vel/
noun
1. A long depression in the surface of the land that usually contains a river
- synonym:
- valley ,
- vale
1. Μια μακρά κατάθλιψη στην επιφάνεια της γης που συνήθως περιέχει ένα ποτάμι
- συνώνυμο:
- κοιλάδα ,
- βαλ