Translation meaning & definition of the word "vaguely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πανούργα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vaguely
[Απερίσκεπτα]/vegli/
adverb
1. In a vague way
- "He looked vaguely familiar"
- "He explained it somewhat mistily"
- synonym:
- vaguely ,
- mistily
1. Με αόριστο τρόπο
- "Φαινόταν αόριστα οικείος"
- "Το εξήγησε κάπως λίγο λασπωμένα"
- συνώνυμο:
- αόριστα ,
- ομιχλώδη