Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "vagabond" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαγαβών" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Vagabond

[Βαγκαμπόντ]
/vægəbɑnd/

noun

1. Anything that resembles a vagabond in having no fixed place

  • "Pirate ships were vagabonds of the sea"
    synonym:
  • vagabond

1. Οτιδήποτε μοιάζει με αλήτη στο να μην έχει σταθερή θέση

  • "Τα πλοία ήταν αλήτες της θάλασσας"
    συνώνυμο:
  • αλήτησ

2. A wanderer who has no established residence or visible means of support

    synonym:
  • vagrant
  • ,
  • drifter
  • ,
  • floater
  • ,
  • vagabond

2. Ένας περιπλανώμενος που δεν έχει καθιερωμένη κατοικία ή ορατά μέσα υποστήριξης

    συνώνυμο:
  • παραπλανητικόσ
  • ,
  • παρασυρόμενοσ
  • ,
  • επιπλέων
  • ,
  • αλήτησ

verb

1. Move about aimlessly or without any destination, often in search of food or employment

  • "The gypsies roamed the woods"
  • "Roving vagabonds"
  • "The wandering jew"
  • "The cattle roam across the prairie"
  • "The laborers drift from one town to the next"
  • "They rolled from town to town"
    synonym:
  • roll
  • ,
  • wander
  • ,
  • swan
  • ,
  • stray
  • ,
  • tramp
  • ,
  • roam
  • ,
  • cast
  • ,
  • ramble
  • ,
  • rove
  • ,
  • range
  • ,
  • drift
  • ,
  • vagabond

1. Μετακινηθείτε άσκοπα ή χωρίς κανένα προορισμό, συχνά σε αναζήτηση τροφής ή απασχόλησης

  • "Οι τσιγγάνοι περιπλανιόντουσαν στο δάσος"
  • "Λαξευτοί αλήτες"
  • "Ο περιπλανώμενος εβραίος"
  • "Τα βοοειδή περιφέρονται στο λιβάδι"
  • "Οι εργάτες παρασύρονται από τη μια πόλη στην άλλη"
  • "Έτρεξαν από πόλη σε πόλη"
    συνώνυμο:
  • ρολό
  • ,
  • περιπλανώμαι
  • ,
  • κύκνος
  • ,
  • αδέσποτοσ
  • ,
  • τραμπ
  • ,
  • κατασκευάζω
  • ,
  • εύρος
  • ,
  • παρασυρόμενοσ
  • ,
  • αλήτησ

adjective

1. Wandering aimlessly without ties to a place or community

  • "Led a vagabond life"
  • "A rootless wanderer"
    synonym:
  • rootless
  • ,
  • vagabond

1. Περιπλάνηση άσκοπα χωρίς δεσμούς με έναν τόπο ή μια κοινότητα

  • "Ζωή μια αληθινή ζωή"
  • "Ένας απερίσκεπτος περιπλανώμενος"
    συνώνυμο:
  • ριζώδησ
  • ,
  • αλήτησ

2. Continually changing especially as from one abode or occupation to another

  • "A drifting double-dealer"
  • "The floating population"
  • "Vagrant hippies of the sixties"
    synonym:
  • aimless
  • ,
  • drifting
  • ,
  • floating
  • ,
  • vagabond
  • ,
  • vagrant

2. Αλλάζει συνεχώς ειδικά από τη μία κατοικία ή την κατοχή στην άλλη

  • "Ένας παρασυρόμενος διπλός-δανειστής"
  • "Ο πλωτός πληθυσμός"
  • "Φανατικοί χίπις της δεκαετίας του εξήντα"
    συνώνυμο:
  • άσκοποσ
  • ,
  • παρασυρόμενοσ
  • ,
  • επιπλέων
  • ,
  • αλήτησ
  • ,
  • παραπλανητικόσ