Translation meaning & definition of the word "vacate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξασθενημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Vacate
[Διακοπέσ]/veket/
verb
1. Leave (a job, post, or position) voluntarily
- "She vacated the position when she got pregnant"
- "The chairman resigned when he was found to have misappropriated funds"
- synonym:
- vacate ,
- resign ,
- renounce ,
- give up
1. Αφήστε την εργασία, τη θέση ή τη θέση( εθελοντικά
- "Άφησε τη θέση της όταν έμεινε έγκυος"
- "Ο πρόεδρος παραιτήθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι είχε καταχραστεί κεφάλαια"
- συνώνυμο:
- εκκενώνω ,
- παραιτούμαι ,
- αποκηρύσσω ,
- εγκαταλείπω
2. Leave behind empty
- Move out of
- "You must vacate your office by tonight"
- synonym:
- vacate ,
- empty ,
- abandon
2. Αφήστε πίσω σας άδειο
- Απομακρύνομαι
- "Πρέπει να εγκαταλείψετε το γραφείο σας μέχρι απόψε"
- συνώνυμο:
- εκκενώνω ,
- άδειος ,
- εγκαταλείπω
3. Cancel officially
- "He revoked the ban on smoking"
- "Lift an embargo"
- "Vacate a death sentence"
- synonym:
- revoke ,
- annul ,
- lift ,
- countermand ,
- reverse ,
- repeal ,
- overturn ,
- rescind ,
- vacate
3. Ακυρώστε επίσημα
- "Ανακάλεσε την απαγόρευση του καπνίσματος"
- "Ανεβάστε ένα εμπάργκο"
- "Εξασθενίστε μια θανατική ποινή"
- συνώνυμο:
- ανακαλώ ,
- ακυρώνω ,
- ανυψωτήρας ,
- συμβουλευτική ,
- αντίστροφη ,
- κατάργηση ,
- ανατρέπω ,
- εκκενώνω