Translation meaning & definition of the word "utopian" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουτοπικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Utopian
[Ουτοπία]/jutoʊpiən/
noun
1. An idealistic (but usually impractical) social reformer
- "A utopian believes in the ultimate perfectibility of man"
- synonym:
- Utopian
1. Ένας ιδεαλιστής ( αλλά συνήθως μη πρακτικός) κοινωνικός μεταρρυθμιστής
- "Ένας ουτοπιστής πιστεύει στην απόλυτη τελειότητα του ανθρώπου"
- συνώνυμο:
- Ουτοπία
adjective
1. Of or pertaining to or resembling a utopia
- "A utopian novel"
- synonym:
- utopian ,
- Utopian
1. Από ή που σχετίζονται με ή μοιάζουν με ουτοπία
- "Ένα ουτοπικό μυθιστόρημα"
- συνώνυμο:
- ουτοπικόσ ,
- Ουτοπία
2. Characterized by or aspiring to impracticable perfection
- "The dim utopian future"
- "Utopian idealists"
- "Recognized the utopian nature of his hopes"
- synonym:
- utopian
2. Χαρακτηρίζεται από ή επιδιώκει την ανέφικτη τελειότητα
- "Το αμυδρό ουτοπικό μέλλον"
- "Ουτοπικοί ιδεαλιστές"
- "Αναγνώρισε την ουτοπική φύση των ελπίδων του"
- συνώνυμο:
- ουτοπικόσ