Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "utmost" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σχεδόν" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Utmost

[Απολυτάνων]
/ətmoʊst/

noun

1. The greatest possible degree

  • "He tried his utmost"
    synonym:
  • utmost
  • ,
  • uttermost
  • ,
  • maximum
  • ,
  • level best

1. Ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός

  • "Προσπάθησε το καλύτερο"
    συνώνυμο:
  • μέγιστοσ
  • ,
  • απόλυτοσ
  • ,
  • μέγιστο
  • ,
  • επίπεδο καλύτερο

adjective

1. Of the greatest possible degree or extent or intensity

  • "Extreme cold"
  • "Extreme caution"
  • "Extreme pleasure"
  • "Utmost contempt"
  • "To the utmost degree"
  • "In the uttermost distress"
    synonym:
  • extreme
  • ,
  • utmost(a)
  • ,
  • uttermost(a)

1. Του μεγαλύτερου δυνατού βαθμού ή έκτασης ή έντασης

  • "Εξαιρετικό κρύο"
  • "Εξαιρετική προσοχή"
  • "Ακραία ευχαρίστηση"
  • "Απόλυτη περιφρόνηση"
  • "Στο μέγιστο βαθμό"
  • "Στην απόλυτη αγωνία"
    συνώνυμο:
  • ακραίος
  • ,
  • υψίσ()
  • ,
  • ακροδημοσίγγα

2. Highest in extent or degree

  • "To the last measure of human endurance"
  • "Whether they were accomplices in the last degree or a lesser one was...to be determined individually"
    synonym:
  • last
  • ,
  • utmost

2. Υψηλότερο σε έκταση ή βαθμό

  • "Στο τελευταίο μέτρο της ανθρώπινης αντοχής"
  • "Είτε ήταν συνένοχοι στον τελευταίο βαθμό είτε μικρότεροι, προσδιορίστηκαν μεμονωμένα"
    συνώνυμο:
  • τελευταίος
  • ,
  • μέγιστοσ

3. (comparatives of `far') most remote in space or time or order

  • "Had traveled to the farthest frontier"
  • "Don't go beyond the farthermost (or furthermost) tree"
  • "Explored the furthest reaches of space"
  • "The utmost tip of the peninsula"
    synonym:
  • farthermost
  • ,
  • farthest
  • ,
  • furthermost
  • ,
  • furthest
  • ,
  • utmost
  • ,
  • uttermost

3. (συντελεστές του `απομακρυσμένου στο χώρο ή το χρόνο ή την τάξη

  • "Είχα ταξιδέψει στα πιο μακρινά σύνορα"
  • "Μην πηγαίνετε πέρα από το μακρύτερο (περαιτέρωθετικό δέντρο"
  • "Εξερεύνησε τα πιο απομακρυσμένα επίπεδα του χώρου"
  • "Η απόλυτη άκρη της χερσονήσου"
    συνώνυμο:
  • πιο μακρύτερα
  • ,
  • πιο μακρινόσ
  • ,
  • πιο πέρα
  • ,
  • απώτεροσ
  • ,
  • μέγιστοσ
  • ,
  • απόλυτοσ

Examples of using

Ho ho, you have always been the brightest amongst my grandchildren! But hearken now: I have come from the nether realm to entrust thee with a task of utmost importance!
Πάντα ήσουν ο λαμπρότερος ανάμεσα στα εγγόνια μου! Αλλά ακούστε τώρα: Έχω έρθει από το βασίλειο της πόλης για να σας εμπιστευτώ ένα έργο ύψιστης σημασίας!
In every period of transition this riff-raff, which exists in every society, rises to the surface, and is not only without any aim but has not even a symptom of an idea, and merely does its utmost to give expression to uneasiness and impatience.
Σε κάθε περίοδο μετάβασης, αυτό το ραφφ-ράφι, που υπάρχει σε κάθε κοινωνία, ανεβαίνει στην επιφάνεια και όχι μόνο χωρίς σκοπό, και απλώς κάνει ό, τι μπορεί για να δώσει έκφραση στην ανησυχία και την ανυπομονησία.
This is a matter of the utmost importance.
Είναι θέμα ύψιστης σημασίας.