Translation meaning & definition of the word "utilize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρησιμοποιήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Utilize
[Χρησιμοποιώ]/jutəlaɪz/
verb
1. Put into service
- Make work or employ for a particular purpose or for its inherent or natural purpose
- "Use your head!"
- "We only use spanish at home"
- "I can't use this tool"
- "Apply a magnetic field here"
- "This thinking was applied to many projects"
- "How do you utilize this tool?"
- "I apply this rule to get good results"
- "Use the plastic bags to store the food"
- "He doesn't know how to use a computer"
- synonym:
- use ,
- utilize ,
- utilise ,
- apply ,
- employ
1. Τίθεμαι σε λειτουργία
- Να εργάζεται ή να απασχολεί για συγκεκριμένο σκοπό ή για τον εγγενή ή φυσικό του σκοπό
- "Χρησιμοποιήστε το κεφάλι σας!"
- "Χρησιμοποιούμε μόνο τα ισπανικά στο σπίτι"
- "Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτό το εργαλείο"
- "Εφαρμόστε ένα μαγνητικό πεδίο εδώ"
- "Αυτή η σκέψη εφαρμόστηκε σε πολλά έργα"
- "Πώς χρησιμοποιείτε αυτό το εργαλείο?"
- "Εφαρμόζω αυτόν τον κανόνα για να έχω καλά αποτελέσματα"
- "Χρησιμοποιήστε τις πλαστικές σακούλες για να αποθηκεύσετε τα τρόφιμα"
- "Δεν ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει έναν υπολογιστή"
- συνώνυμο:
- χρησιμοποιώ ,
- εφαρμόζω ,
- απασχολώ
2. Convert (from an investment trust to a unit trust)
- synonym:
- utilize
2. Μετατροπή (από επενδυτική εμπιστοσύνη σε μονάδα εμπιστοσύνης)
- συνώνυμο:
- χρησιμοποιώ