Translation meaning & definition of the word "utility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρηστότητα" στην ελληνική γλώσσα
Utility
[Χρησιμότητα]noun
1. A company that performs a public service
- Subject to government regulation
- synonym:
- utility ,
- public utility ,
- public utility company ,
- public-service corporation
1. Μια εταιρεία που εκτελεί δημόσια υπηρεσία
- Υπόκειται σε κυβερνητικό κανονισμό
- συνώνυμο:
- βοηθητικό πρόγραμμα ,
- δημόσια χρησιμότητα ,
- εταιρεία κοινής ωφέλειας ,
- εταιρεία δημόσιας υπηρεσίας
2. The quality of being of practical use
- synonym:
- utility ,
- usefulness
2. Η ποιότητα της πρακτικής χρήσης
- συνώνυμο:
- βοηθητικό πρόγραμμα ,
- χρησιμότητα
3. The service (electric power or water or transportation) provided by a public utility
- "The cost of utilities never decreases"
- "All the utilities were lost after the hurricane"
- synonym:
- utility
3. Η υπηρεσία (ηλεκτρική ενέργεια ή νερό ή μεταφορά) που παρέχεται από δημόσια χρησιμότητα
- "Το κόστος των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας δεν μειώνεται ποτέ"
- "Όλα τα βοηθητικά προγράμματα χάθηκαν μετά τον τυφώνα"
- συνώνυμο:
- βοηθητικό πρόγραμμα
4. (economics) a measure that is to be maximized in any situation involving choice
- synonym:
- utility
4. (οικονομικά) ένα μέτρο που πρέπει να μεγιστοποιηθεί σε οποιαδήποτε κατάσταση που περιλαμβάνει επιλογή
- συνώνυμο:
- βοηθητικό πρόγραμμα
5. (computer science) a program designed for general support of the processes of a computer
- "A computer system provides utility programs to perform the tasks needed by most users"
- synonym:
- utility program ,
- utility ,
- service program
5. (επιστήμη υπολογιστών) ένα πρόγραμμα σχεδιασμένο για γενική υποστήριξη των διαδικασιών ενός υπολογιστή
- "Ένα σύστημα υπολογιστή παρέχει προγράμματα κοινής ωφέλειας για την εκτέλεση των εργασιών που απαιτούνται από τους περισσότερους χρήστες"
- συνώνυμο:
- πρόγραμμα χρησιμότητας ,
- βοηθητικό πρόγραμμα ,
- πρόγραμμα υπηρεσιών
6. A facility composed of one or more pieces of equipment connected to or part of a structure and designed to provide a service such as heat or electricity or water or sewage disposal
- "The price of the house included all utilities"
- synonym:
- utility
6. Μια εγκατάσταση αποτελούμενη από ένα ή περισσότερα κομμάτια εξοπλισμού συνδεδεμένου ή μέρους δομής και σχεδιασμένου για υπηρεσίες θέρμανσης ή νερού
- "Η τιμή του σπιτιού περιλάμβανε όλα τα βοηθητικά προγράμματα"
- συνώνυμο:
- βοηθητικό πρόγραμμα
adjective
1. Used of beef
- Usable but inferior
- synonym:
- utility(a) ,
- utility-grade
1. Χρησιμοποιείται βόειο κρέας
- Εύχρηστο αλλά κατώτερο
- συνώνυμο:
- βοηθητικό () ,
- βαθμός χρησιμότητας
2. Capable of substituting in any of several positions on a team
- "A utility infielder"
- synonym:
- utility(a) ,
- substitute(a)
2. Ικανό να αντικαταστήσει σε οποιαδήποτε από τις πολλές θέσεις σε μια ομάδα
- "Ένας υπότροφος χρησιμότητας"
- συνώνυμο:
- βοηθητικό () ,
- υποκατάστατο()