Translation meaning & definition of the word "uterus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μήτρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uterus
[Μήτρα]/jutərəs/
noun
1. A hollow muscular organ in the pelvic cavity of females
- Contains the developing fetus
- synonym:
- uterus ,
- womb
1. Ένα κοίλο μυϊκό όργανο στην πυελική κοιλότητα των θηλυκών
- Περιέχει το αναπτυσσόμενο έμβρυο
- συνώνυμο:
- μήτρα
Examples of using
Endometritis is a disease where bacteria enter the uterus and cause inflammation of the inner membrane.
Η ενδομητρίτιδα είναι μια ασθένεια όπου τα βακτήρια εισέρχονται στη μήτρα και προκαλούν φλεγμονή της εσωτερικής μεμβράνης.