Translation meaning & definition of the word "usurp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκουπίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Usurp
[Σφετερίζομαι]/jusərp/
verb
1. Seize and take control without authority and possibly with force
- Take as one's right or possession
- "He assumed to himself the right to fill all positions in the town"
- "He usurped my rights"
- "She seized control of the throne after her husband died"
- synonym:
- assume ,
- usurp ,
- seize ,
- take over ,
- arrogate
1. Αδράξτε και πάρτε τον έλεγχο χωρίς εξουσία και ενδεχομένως με τη δύναμη
- Πάρτε ως δικαίωμα ή κατοχή
- "Ανέλαβε στον εαυτό του το δικαίωμα να καλύψει όλες τις θέσεις στην πόλη"
- "Σφετερίστηκαν τα δικαιώματά μου"
- "Κατέλαβε τον έλεγχο του θρόνου αφού πέθανε ο σύζυγός της"
- συνώνυμο:
- υποθέτω ,
- σφετερίζομαι ,
- καταλαμβάνω ,
- αναλαμβάνω ,
- αλαζονικός
2. Take the place of
- "Gloom had usurped mirth at the party after the news of the terrorist act broke"
- synonym:
- usurp
2. Παίρνω τη θέση
- "Ο γκλουμ είχε σφετεριστεί τον καθρέφτη στο κόμμα μετά την είδηση της τρομοκρατικής ενέργειας που έσπασε"
- συνώνυμο:
- σφετερίζομαι