Translation meaning & definition of the word "usefulness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρήση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Usefulness
[Χρησιμότητα]/jusfəlnəs/
noun
1. The quality of being of practical use
- synonym:
- utility ,
- usefulness
1. Η ποιότητα της πρακτικής χρήσης
- συνώνυμο:
- βοηθητικό πρόγραμμα ,
- χρησιμότητα