Translation meaning & definition of the word "used" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρησιμοποιείται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Used
[Χρησιμοποιημένος]/juzd/
adjective
1. Employed in accomplishing something
- "The principle of surprise is the most used and misused of all the principles of war"- h.h.arnold & i.c.eaker
- synonym:
- used
1. Εργασία για την επίτευξη κάτι
- "Η αρχή της έκπληξης είναι η πιο χρησιμοποιούμενη και καταχρηστική από όλες τις αρχές του πολέμου" - η.χ.άρνολντ & ι.κ.εάκερ
- συνώνυμο:
- χρησιμοποιημένος
2. Of persons
- Taken advantage of
- "After going out of his way to help his friend get the job he felt not appreciated but used"
- synonym:
- exploited ,
- ill-used ,
- put-upon ,
- used ,
- victimized ,
- victimised
2. Ατόμων
- Εκμεταλλεύτηκα
- "Αφού έφυγε από το δρόμο του για να βοηθήσει τον φίλο του να πάρει τη δουλειά ένιωθε ότι δεν εκτιμήθηκε αλλά χρησιμοποιήθηκε"
- συνώνυμο:
- εκμεταλλευόμενος ,
- κακομεταχειρισμένο ,
- επικαλούμενοσ ,
- χρησιμοποιημένος ,
- θυματοποιημένη
3. Previously used or owned by another
- "Bought a secondhand (or used) car"
- synonym:
- secondhand ,
- used
3. Προηγουμένως χρησιμοποιημένος ή ανήκει σε άλλο
- "Αγόρασε ένα μεταχειρισμένο (ορ χρησιμοποίησε) αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- παλιά ,
- χρησιμοποιημένος
Examples of using
Tom used a whole roll of wallpaper.
Ο Τομ χρησιμοποίησε ένα ολόκληρο ρολό ταπετσαρίας.
I used to live in Boston.
Ζούσα στη Βοστώνη.
I don't think Tom would like it very much if I used his electric beard trimmer without his permission.
Δεν νομίζω ότι ο Τομ θα ήθελε πάρα πολύ αν χρησιμοποιούσα το ηλεκτρικό του χωρίς την άδειά του.